- ὑποσκαριφισμός
- ὑποσκαριφισμός,A v. ὑποσκαφισμός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποσκαριφισμός — ὁ, Α (δ. αν.) βλ. ὑποσκαφισμός … Dictionary of Greek
υποσκαφισμός — και δ. αν. ὑποσκαριφισμός, ὁ, Α το καθάρισμα τού σιταριού με λίχνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκαφίς, ίδος «φτυάρι, σκαπάνη», μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ὑποσκαφίζω] … Dictionary of Greek